- εξαμπρεύω
- ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον]σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ' ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ' ἄνευ κανθηλίου» — και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαμπρεύσομεν — ἐξαμπρεύω haul out aor subj act 1st pl (epic) ἐξαμπρεύω haul out fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπρεύω — ἀμπρεύω (Α) σέρνω, έλκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπρόν*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμπρευτής. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαμπρεύω, συναμπρεύω)] … Dictionary of Greek